θερμοκύαμος

θερμοκύαμος
θερμοκύαμος, ἡ (Α)
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + κύαμος «κουκί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θερμοκυάμους — θερμοκύαμος leguminous plant fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοκύαμοι — θερμοκύαμος leguminous plant fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”